συναρμογή

συναρμογή
Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ. λέγεται μόνιμη, όταν μεταξύ των επιφανειών που συνδέονται χρησιμοποιούνται υλικά κατάλληλα για να συνδέσουν μόνιμα τα δύο κομμάτια, π.χ. κόλλα για το ξύλο, κονίαμα για τους λίθους. Λέγεται πρόσκαιρη, όταν η σύνδεση γίνεται χωρίς άλλα υλικά και διατηρείται μόνο με την τριβή. Σε μερικές περιπτώσεις η πρόσκαιρη είναι εφοδιασμένη με ειδικά εξαρτήματα (σφήνες, πολύσφηνα, πύρους κλπ.) που εξασφαλίζουν την αντοχή τους. Διάφοροι τρόποι συναρμογής: 1) κοινός, 2) με κωνικά δόντια, 3) με υπερκείμενα δόντια, 4) με αντίστοιχα οδοντώματα.
* * *
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναρμογά Α [συναρμόζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρμόζω, η ακριβής και αρμονική σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή μερών
νεοελλ.
1. συνεκδ. στερεά εφαρμογή, στερέωση
2. τεχνολ. ενέργεια ή τρόπος σύνδεσης διαφόρων εξαρτημάτων ύστερα από προηγούμενη προσαρμογή τών περιοχών επαφής τους, με σκοπό τον σχηματισμό στερεού συνόλου, αλλ. συναρμολόγηση, συνάρμοση
3. φρ. α) «συναρμογή με επικάλυψη» τεχνολ. (σχετικά με μέλη μεταλλικών κατασκευών από μορφοσίδηρο) συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα, ως ενδιάμεσο συνδετικό στοιχείο, εφάπτονται σε ένα μέρος τής επιφάνειάς τους
β) «συναρμογή με αμφιδέτηση»
τεχνολ. συναρμογή κατά την οποία τα ελάσματα εφάπτονται κατά πρόσωπο και ο αρμός τους καλύπτεται από ένα ή δύο ηλωμένα τεμάχια ελάσματος
αρχ.
1. ο γάμος
2. η συζυγία τών αστέρων
3. συνένωση («οἱ Πυθαγορικοὶ... τὴν μουσικήν φασιν ἐναντίων συναρμογήν», Ιάμβλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναρμογή — combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογή — η αρμονική ή ακριβής σύνδεση: Δεν έγινε καλή συναρμογή αυτών των δύο εξαρτημάτων της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναρμογῇ — συναρμόζω aor subj pass 3rd sg (attic) συναρμογή combination fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογαί — συναρμογή combination fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογᾶς — συναρμογή combination fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογᾷ — συναρμογή combination fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογῆς — συναρμογή combination fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογήν — συναρμογή combination fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογῶν — συναρμογή combination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”